- νεωτεριστικός, -ή
- -ό αυτός που αναφέρεται στο νεωτερισμό ή το νεωτεριστή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νεωτεριστικός — given to innovation masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεωτεριστικός — ή, ό (Α νεωτεριστικός, ή, όν) [νεωτεριστής] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους νεωτεριστές ή στον νεωτερισμό («νεωτεριστικός τρόπος διδασκαλίας») αρχ. (ιδίως σχετικά με την γλώσσα) αυτός που έχει κλίση στους νεωτερισμούς («νεωτεριστικὸς… … Dictionary of Greek
νεωτεριστικόν — νεωτεριστικός given to innovation masc acc sg νεωτεριστικός given to innovation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιρεσιαρχικός — ή, ό [αιρεσιάρχης] 1. αυτός που αναφέρεται στον αιρεσιάρχη ή στην αιρεσιαρχία 2. αυτός που τείνει στη δημιουργία αιρέσεως, νεωτεριστικός, επαναστατικός … Dictionary of Greek
ανακαινιστικός — ή, ό αυτός που αρμόζει ή ρέπει στην ανακαίνιση ή αυτός που τήν προκαλεί, μεταρρυθμιστικός, αναμορφωτικός, ριζοσπαστικός, νεωτεριστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακαινίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Νέα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
μοντέρνος — α, ο 1. αυτός που ακολουθεί πιστά τη μόδα και κάθε είδους νεωτερισμό 2. αυτός που είναι ή γίνεται σύμφωνα με τη μόδα, νεωτεριστικός 3. αυτός που έχει σύγχρονες αντιλήψεις 4. φρ. «μοντέρνα τέχνη» η τέχνη που τείνει προς την υπέρβαση τής παράδοσης… … Dictionary of Greek
νεοπρεπής — νεοπρεπής, ές (Α) 1. αυτός που αρμόζει σε νεαρά άτομα, ο νεανικός («μή πῃ πρεσβύτας ὑμᾱς ὄντάς νεοπρεπὴς ὢν ὁ λόγος παραπείσῃ», Πλάτ.) 2. αυτός που έχει φρόνημα νεανικό, ελευθέριος, υπερβολικός 3. νεωτεριστικός, μοντέρνος («κατασκευὰς… … Dictionary of Greek
νεωτερικός — νεωτερικός, ή, όν (ΑΜ) [νεώτερος] 1. νέος, πρόσφατος 2. νεωτεριστικός μσν. 1. επαναστατικός 2. φρ. «ἔρχομαι εἰς λόγους νεωτερικούς» α) ανταλλάσσω με κάποιον βρισιές, διαπληκτίζομαι β) απειλώ με στάση, με επανάσταση αρχ. 1. αυτός που αρμόζει στους … Dictionary of Greek
πρωτοποριακός — ή, ό, Ν [πρωτοπορία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρωτοπορία ή στον πρωτοπόρο, προοδευτικός, νεωτεριστικός 2. φρ. «πρωτοποριακή τέχνη» (καλ. τεχν.) η επινόηση και εφαρμογή νέων, πρωτότυπων ή πειραματικών ιδεών και τεχνικών, αλλ. αβάν… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek